Αυτή η γλυκιά αρρώστια

[ 10 ] µπροστά του τη µαυρίλα του ποταµιού. ∆εν µπορούσε να το διακρίνει ακριβώς, το µύριζε όµως· ήξερε πως ήταν εκεί, γκριζοπράσινο, βαθύ, κυµατιστό και λίγο πολύ βρόµικο. Είχε φύγει από το ξενοδοχείο χωρίς το σακάκι του, κι ο φθινοπωρινός αέρας έτσουζε. Στάθηκε πέντε έξι λεπτά, ύστερα έκανε µεταβολή και ξαναπήδηξε τον χαµηλό φράχτη. Στην επιστροφή βρέθηκε µπροστά στο ρεστοράν τουΆντι, ένα αλουµινένιο βαγόνι που το είχαν στήσει στη γωνία ενός αδειανού οικοπέδου, για να προσφέρει τις υπηρεσίες του. Μπήκε µέσα δίχως να θέλει να φάει, καλά καλά ούτε και να ζεσταθεί. Υπήρχαν µονάχα δύο πελάτες, άντρες, καθισµένοι σε δυο σκαµπό µακριά ο ένας από τον άλλο, κι ο Nτέιβιντ πήγε και κάθισε ανάµεσά τους, τηρώντας ίσες αποστάσεις. O χώρος µύριζε τηγανητό χάµπουργκερ και κάτι από εκείνο το νεροµπούλι τον καφέ που απεχθανόταν ο Nτέιβιντ. Το µέρος το δούλευε ο Σαµ, ένας γεροφτιαγµένος αργοκίνητος άντρας, και η γυναίκα του. Κάποιος είχε πει στον Nτέιβιντ πως ο Άντι είχε πεθάνει κάνα δυο χρόνια πριν. «Πώς είµαστ’ απόψε;» πέταξε κουρασµένα ο Σαµ, χωρίς καν να τον κοιτάζει, και σκούπισε µηχανικά τον πάγκο µε το κουρελόπανο που κρατούσε. «Μια χαρά. Έναν καφέ, σε παρακαλώ». «Σκέτο;» «Nαι». Με γάλα και ζάχαρη ο καφές πήγαινε µάλλον προς τσάι και σίγουρα δεν θα τον τόνωνε. O Nτέιβιντ στήριξε τους αγκώνες του στον πάγκο, έκλεισε γροθιά την ξεπαγιασµένη δεξιά του πα­ λάµη και την έσφιξε µε την αριστερή. Ατένισε αδιάφορα την έγ­ χρωµη φωτογραφία απέναντί του, που διαφήµιζε ένα πιάτο µε φα­ γητό. Κάποιος µπήκε και κάθισε πλάι του, ένα κορίτσι. O Nτέιβιντ δεν κοίταξε προς το µέρος της.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=