Γάλα μαγνησίας

32 ΚΩΣΤΑΣ ΑΚΡΙΒΟΣ Μαζί με τον δεσπότη μπούκαραν στην τραπεζαρία ένα τσούρμο παπάδες και κάποιοι άλλοι τύποι που μάθαμε πως ήταν δημοσιογράφοι. «Γεια σας,παιδιά!» ήταν το πρώτο που είπε.Εμείς αυτιά να ακούσουμε δεν είχαμε,τα ’χαμε χάσει.Δεν ήταν γέρος ούτε εί­ χε άσπρα μαλλιά ή άσπρα γένια.«Ρε συ,αυτός είναι πιο μικρός κι απ’ τον πατέρα μου» γύρισε και μου ’πε κάποια στιγμή ο Αχιλλάκος. Εντάξει, ήταν λιγάκι παχουλός, αλλά συνέχεια γε­ λούσε και έκανε αστεία με τους δημοσιογράφους. Ύστερα πή­ ρε το σοβαρό ύφος και μίλησε. Ήταν από την Αθήνα, η κατα­ γωγή του όμως ήταν από την Κωνσταντινούπολη, «που τώρα δυστυχώς ανήκει στην Τουρκία». Ήταν βέβαια δεσπότης, όμως είχε τελειώσει και τη Νομική Σχολή,γι’ αυτό είχε πολλά όνειρα για τη μητρόπολη. Μιλούσε και οι δημοσιογράφοι έγραφαν συνέχεια στα μπλοκάκια. Στο τέλος σήκωσε το χέρι να μας ευλογήσει και είπε εκείνο που μας αποτελείωσε: «Ξέ­ ρετε κάτι,παιδιά μου; Θέλω να γίνουμε φίλοι!». Γύρισε χέρια το τελευταίο τσιγάρο και μείναμε για λίγο σιωπηλοί. Πάνω από το βουνό έσκαγε μύτη εκείνη την ώρα το φεγγάρι.Από τον δρόμο κάτω δεν ακουγόταν ούτε ένα αυ­ τοκίνητο, το ίδιο κι από τα πουλιά στο δέντρο στο απέναντι πεζοδρόμιο. Λες να γινόταν καλύτερο τώρα το φαγητό; Θα ηρεμούσε ο διάκος; Θα ήταν με λιγότερες τιμωρίες ο διευθυ­ ντής; Θα μας έδιναν πιο εύκολα άδεια να πηγαίνουμε τα Σαββατοκύριακα σπίτι μας; Τώρα,όμως,νυστάζαμε και δεν βλέπαμε την ώρα να πάμε στα κρεβάτια μας.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=