Ο φαντομάς

[ 12 ] ήταν ολοφάνερα ερωτευμένη μαζί μου. Στο πάρτι της τάξης είχα χώσει το χέρι μου κάτω από την μπλούζα της για να δω τι έκρυβε εκεί μέσα. Τίποτα το ιδιαίτερο. Το είχα αναφέρει σ’ έναν δυο φίλους και κάπως πρέπει να το πήρε και το αυτί του Ντίντρικ, ο οποίος αποφάσισε να με βάλει στη θέση μου. Οπότε πήγα κι εγώ στον Τούτου στο κλαμπ Εμ-Σι, για τον οποίο διακι­ νούσα λίγο χασίς στο σχολείο, και του εξήγησα ότι, αν ήταν να κάνω τη δουλειά του σωστά, χρειαζόμουν τον απαραίτητοσεβασμό. ΟΤούτου είπε ότι θα κανόνιζε τονΝτίντρικ. ΟΝτίντρικ δεν μας εξήγησε πώς κατάφερε να μαγκώσει τα δυο του δάχτυλα στον πάνω μεντεσέ της πόρτας της τουαλέ­ τας των αγοριών, αλλά εμένα δεν με ξαναφώναξε ποτέ πια «σκατοαρου­ ραίο». Και, ναι, φυσικά και δεν έγινε ποτέ σολίστ του πιάνου. Γαμώτο! Πο­ νάω λέμε! Όχι, μπαμπά, δεν χρειάζομαι παρηγοριά, τη δόση μου χρειάζο­ μαι. Μια τελευταία δόση και θα φύγω απ’ αυτόν τον κόσμο ήσυχος. Να τες πάλι αυτές οι καμπάνες. Μπαμπά;

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=