Έχουνε όλοι κακούς σκοπούς

Ε Χ Ο Υ Ν Ε Ο Λ Ο Ι Κ Α Κ Ο Υ Σ Σ Κ Ο Π Ο Υ Σ 25 Κατέβηκε τρεκλίζοντας την ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στο ισόγειο και βγήκε στον δρόμο, αφήνοντας τα φώτα αναμ- μένα και την πόρτα ξεκλείδωτη. Ας έμπαινε μέσα όποιος ήθελε. Γαία πυρί μειχθήτω. Ο Βασίλης χρειαζόταν αέρα, να βρεθεί κάτω από τον νυχτερινό ουρανό και να φύγει μακριά απ’ όλες αυτές τις αναμνήσεις. Αποφεύγοντας τους πολυσύ- χναστους δρόμους που οδηγούν στο Μοναστηράκι, κατευθύν- θηκε προς την Πειραιώς. Στην οδό Κριεζή, ένα πρεζόνι έκανε να τον πλησιάσει, ο Βασίλης όμως του έριξε μια ματιά που δεν άφηνε περιθώρια: Φύγε γιατί θα την πληρώσεις εσύ. Διότι κάποιος θα την πλήρωνε, αργά ή γρήγορα. Βγαίνοντας στην Πειραιώς, στο ύψος της Κουμουνδούρου, ετοιμάστηκε να σταματήσει ένα ταξί. Ύστερα, το μετάνιωσε. Θα γύριζε σπίτι με τα πόδια. Δεν ήταν μακριά το Παλαιό Φάληρο. Ή μάλλον μακριά ήταν, αλλά ο Βασίλης ήθελε να περπατήσει. Να περπατήσει πολύ, μέχρι να εξαντληθεί το σώμα του και να ναρκωθεί το μυαλό του. Άρχισε να μετράει τις πλάκες του πεζοδρομίου. Μία, δύο, τρεις, τέσσερις, πέντε, έξι…

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=