Επτά μείον ένα

1 Τ ρέμουν τα φύλλα στις λεύκες. Τ’ ακούει κι ας τρέχει, κι ας τρέχει όπως δεν έτρεξε ποτέ του ανάμεσα στα λιβα- δόχορτα που φτάνουν ίσαμε το στέρνο του. Και πάνω εκεί που το λιβάδι ξανοίγει, το θρόισμα γίνεται πολύ έντονο. Σταματάει. Τα δέντρα γίνονται ξαφνικά τόσο φορτικά ώστε να τον κάνουν να νιώθει λες και κάποιος θέλει να περάσει στο τώρα, κάποιος από άλλη εποχή. Αλλά μετά σκοντάφτει και το θρόισμα γίνεται πάλι ασθενέστερο. Αφού καταφέρνει να μην πέσει, βλέπει το χρυσοκίτρινο ανέμισμα των μαλλιών εκεί μπροστά του σχεδόν εξαφανισμένο, ανάμε- σα στα ψηλά χορτάρια, κι αναγκάζεται να τρέξει ακόμα πε- ρισσότερο για να μη χάσει έδαφος. Είναι μια καλοκαιριάτικη μέρα από εκείνες που γίνονται όλο και σπανιότερες. Με σύννεφα ανάλαφρα σαν πούπουλα να κόβουν σε φέτες λεπτές τον καταγάλανο ουρανό και με κάθε στέλεχος γρασιδιού να λάμπει με μια ιδιαίτερη πρασινω- πή απόχρωση. Έχουν ήδη τρέξει πολύ, πρώτα από τη στάση λεωφορείου και κατά μήκος του ολονένα και πιο έρημου δρόμου, μετά στο λιβάδι, και τώρα ατενίζουν, αρκετά μακριά, το μόλις και μετά βίας αντιληπτό στραφτάλισμα του νερού. Δεν έπρεπε να τρέχει τόσο γρήγορα αν θέλει να διακρίνει το λεμβοστάσιο, το καταλαβαίνει αυτό, αλλά ξέρει ότι βρίσκε-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=