Εφιάλτης στην Αριζόνα

Ε Φ Ι Α Λ Τ Η Σ Σ Τ Η Ν Α Ρ Ι Ζ Ο Ν Α 11 πρόσοψης, τα παράθυρα σκοτεινά, κάποια σημάδια τεχνητού φωτός μετά βίας ορατά πίσω από τα σκονισμένα τζάμια. Πολύ αργά συνειδητοποίησε ότι το μοναδικό αυτοκίνητο που ήταν παρκαρισμένο στην είσοδο ήταν ένα περιπολικό. Η περίπολος του πολιτειακού αυτοκινητόδρομου ή ο σερίφης της κομητείας, η Όντρα δεν μπορούσε να καταλάβει αποκεί. «Γαμώτο» είπε. «Μαμά, είπες κακιά λέξη». «Το ξέρω. Συγγνώμη». Έκοψε ταχύτητα στο στέισιον βάγκον, χαλίκια και πέτρες έκαναν τα λάστιχα να τρίξουν. Να έκανε αναστροφή και να ξανάβγαινε στον δρόμο; Όχι. Ο σερίφης ή ο αστυνομικός ή όποιος ήταν μέσα σ’ εκείνο το αυτοκίνητο θα την είχε ήδη δει. Αν έφευ- γε, θα προκαλούσε υποψίες. Ο αστυνομικός θα το πρόσεχε. Σταμάτησε το αυτοκίνητο μπροστά στο μαγαζί, όσο πιο μακριά μπορούσε από το περιπολικό χωρίς να φαίνεται ότι προσπα- θούσε να κρατήσει απόσταση. Η μηχανή έσβησε με ένα τράνταγ- μα και η Όντρα πίεσε το κλειδί στα χείλια της καθώς σκεφτόταν: Βγες, πάρε ό,τι χρειάζεσαι. Δεν τρέχει τίποτα. Απλώς θα ήθελα έναν καφέ, ίσως κάνα δυο αναψυκτικά, πατατάκια. Τις τελευταίες μέρες, η Όντρα πρόσεχε κάθε αστυνομικό όχημα που συναντούσε. Μήπως έψαχναν εκείνη; Η κοινή λογική τής έλεγε όχι, σχεδόν σίγουρα όχι. Δεν ήταν δα και καμιά φυγάς, σωστά; Και πάλι όμως, εκείνο το μικρό και τρομαγμένο κομμά- τι του μυαλού της δεν έλεγε να αποτινάξει τον φόβο, της ψιθύ- ριζε διαρκώς ότι την παρακολουθούσαν, ότι την έψαχναν. Ακό- μα κι ότι την κυνηγούσαν. Αλλά αν έψαχναν κάποιον, θα έψαχναν τα παιδιά. «Περίμενε εδώ με τη Λουίζ» είπε. «Μα θέλω να έρθω κι εγώ» διαμαρτυρήθηκε ο Σον. «Θέλω να προσέχεις την αδελφή σου. Μη φέρνεις αντιρρήσεις». «Πω, ρε φίλε».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=