Εφιάλτης στην Αριζόνα

H A Y L E N B E C K 10 λαρύγγι του, όπως ακουγόταν όταν δεν ήθελε να δείξει ότι φο- βόταν. «Μήπως να σταματήσουμε σύντομα;» «Τι έγινε;» ακούστηκε η φωνή της Λουίζ, βαριά απ’ τον ύπνο. «Τίποτα, ξανακοιμήσου» είπε ο Σον. «Μα δεν νυστάζω». Η Λουίζ έβηξε βραχνά, με έναν συριγμό. Έβηχε έτσι από το πρωί, ο βήχας γινόταν όλο και πιο επίμονος όσο περνούσε η μέρα. Η Όντρα κοίταξε την κόρη της από το καθρεφτάκι. Το τελευ- ταίο που χρειαζόταν ήταν να αρρωστήσει η Λουίζ. Πάντα ήταν πιο φιλάσθενη από τον αδελφό της, μικροκαμωμένη για την ηλικία της και αδύνατη. Η μικρούλα αγκάλιασε τον Γκόγκο, το κεφάλι της έγειρε πίσω και τα μάτια της έκλεισαν ξανά. Το αυτοκίνητο ανέβηκε σε μια επίπεδη έκταση, έρημος απλωνόταν παντού γύρω τους, βουνά στον βορρά. Ήταν το Σαν Φρανσίσκο Πικς; Ή το όρος Σουπερστίσιον; Η Όντρα δεν ήξερε, θα έπρεπε να κοιτάξει τον χάρτη για να θυμηθεί τη γεωγραφία της περιοχής. Δεν είχε σημασία. Το μόνο που είχε σημασία αυτή τη στιγμή ήταν το μικρό κατάστημα λίγο πιο κάτω στον δρόμο. «Μαμά, κοίτα». «Ναι, το βλέπω». «Να σταματήσουμε;» «Ναι». Μπορεί να είχε καφέ. Ένας ωραίος δυνατός καφές θα τη βοηθούσε να βγάλει τα επόμενα χιλιόμετρα. Η Όντρα άναψε δεξί φλας, μπήκε στον παράδρομο κι έστριψε αριστερά, πέρασε πάνω από μια σχάρα παρεμπόδισης διέλευσης βοοειδών και μπήκε σε μια αμμώδη αυλή. Η ταμπέλα πάνω από το κατάστη- μα έγραφε ΕΙΔΗ ΠΑΝΤΟΠΩΛΕΙΟΥ ΚΑΙ ΕΓΧΑΡΑΞΕΙΣ, με κόκκινα κεφαλαία γράμματα σε άσπρη ταμπέλα. Το χαμηλό κτίριο ήταν ξύλινο, με μια βεράντα με πάγκους κατά μήκος της

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=