Εφιάλτης στην Αριζόνα

Ε Φ Ι Α Λ Τ Η Σ Σ Τ Η Ν Α Ρ Ι Ζ Ο Ν Α 9 θυγάλανο σεντόνι, αχνά σημάδια λευκού, ένα κιτρίνισμα, καθώς ο ήλιος ταξίδευε δυτικά στον ορίζοντα. Όμορφος τόπος, με τον τρόπο του. Η Όντρα θα ρουφούσε το τοπίο, θα το απολάμβανε, αν τα πράγματα ήταν αλλιώς. Αν δεν είχε χρειαστεί να το βάλει στα πόδια. Αν και στην πραγματικότητα δεν χρειαζόταν. Θα μπορούσε να περιμένει και να αφήσει τα πράγματα να πάρουν τον δρόμο τους, αλλά η αναμονή ήταν μαρτύριο, τα δευτερόλεπτα και τα λεπτά και οι ώρες άγνοιας. Έτσι, είχε μαζέψει τα πάντα κι είχε φύγει. Σαν δειλή, θα έλεγε ο Πάτρικ. Πάντα έλεγε ότι ήταν αδύναμη. Κι ας έλεγε ότι την αγαπούσε ίσαμε τη ζωή του. Η Όντρα θυμήθηκε μια στιγμή, στο κρεβάτι τους, το στέρνο του άντρα της πάνω στην πλάτη της, το χέρι του στο στήθος της. Ο Πάτρικ να λέει ότι την αγαπάει. Ότι, όπως κι αν ήταν, την αγαπούσε. Σαν να μην άξιζε την αγάπη του μια γυναίκα σαν κι αυτήν. Η γλώσσα του πάντα η λεπίδα με την οποία την έσφαζε μαλακά, τόσο μαλακά, που η ίδια δεν αντιλαμβανόταν ότι την είχε κόψει μέχρι πολύ αργότερα, όταν έμενε άγρυπνη με τις λέξεις ακόμη να κλωθογυρίζουν στο μυαλό της, σαν πέτρες σε γυάλινο βάζο που κουδούνιζαν και... «Μαμά!» Σήκωσε απότομα το κεφάλι και είδε το φορτηγό να έρχεται προς το μέρος τους, παίζοντας τα φώτα. Έστριψε το τιμόνι δε- ξιά, επανήλθε στη λωρίδα της, το φορτηγό πέρασε δίπλα τους και ο οδηγός την κοίταξε θυμωμένος. Η Όντρα κούνησε το κε- φάλι της, ανοιγόκλεισε τα μάτια της για να τα υγράνει, και ει- σέπνευσε βαθιά από τη μύτη. Όχι παρατρίχα, αλλά αρκετά κοντά. Βλαστήμησε μέσα απ’ τα δόντια της. «Είστε εντάξει;» ρώτησε. «Ναι» είπε ο Σον, και η φωνή του ακούστηκε βαθιά απ’ το

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=