Εφιάλτης στην Αριζόνα

H A Y L E N B E C K 8 Ο Σον ήταν καλό παιδί. Όσοι τον ήξεραν έτσι έλεγαν. Αλλά ποτέ δεν ήταν περισσότερο εμφανές απ’ ό,τι τις τελευταίες μέρες. Οι απαιτήσεις ήταν πολλές, παρ’ όλα αυτά είχε αντέξει. Η Όντρα τον κοίταζε από τον καθρέφτη. Τα έντονα χαρακτηρι- στικά του πατέρα του και τα ίδια ξανθά μαλλιά, αλλά τα μακριά άκρα της μητέρας του. Είχαν μακρύνει κι άλλο τους τελευταίους μήνες, μια υπενθύμιση ότι ο γιος της, που κόντευε τα έντεκα πια, πλησίαζε στην εφηβεία. Είχε παραπονεθεί ελάχιστα, δεδο- μένων των συνθηκών, αφότου έφυγαν από τη Νέα Υόρκη, και είχε βοηθήσει με τη μικρή αδελφή του. Αν δεν ήταν εκείνος, η Όντρα μπορεί να είχε χάσει κάθε ίχνος λογικής εδώ πέρα. Λογικής; Δεν υπήρχε καμία λογική σε όλο αυτό. «Είναι μια κωμόπολη λίγα χιλιόμετρα πιο κάτω» είπε η Όντρα. «Μπορούμε να πάρουμε κάτι να φάμε. Ίσως να έχει και να μείνουμε κάπου». «Το ελπίζω» είπε ο Σον. «Δεν θέλω να κοιμηθώ ξανά στο αυτοκίνητο». «Ούτε κι εγώ». Ακριβώς εκείνη τη στιγμή, ένιωσε έναν πόνο ανάμεσα στις ωμοπλάτες της, σαν οι μύες να ξηλώνονταν, σαν να διαλυόταν ολόκληρη και τα σωθικά της να ήταν έτοιμα να ξεχειλίσουν από τις ραφές. «Πώς τα πάτε από νερό εκεί πίσω;» ρώτησε κοιτά- ζοντάς τον από το καθρεφτάκι. Τον είδε να κοιτάζει κάτω, άκουσε τον ήχο του νερού σε ένα πλαστικό μπουκάλι. «Εγώ έχω λίγο ακόμα. Η Λουίζ το ήπιε κιόλας το δικό της». «Εντάξει. Θα πάρουμε κι άλλο όταν σταματήσουμε». Ο Σον έστρεψε ξανά την προσοχή του έξω από το παράθυρό του. Βραχώδεις λόφοι σκεπασμένοι με θάμνους υψώνονταν στο βάθος, κάκτοι στέκονταν φρουροί, με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό σαν στρατιώτες που παραδίνονταν. Από πάνω, ένα βα-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=