Εφιάλτης στην Αριζόνα

H A Y L E N B E C K 14 Δεν ήταν εκεί. Μόνο ένας σκούρος λεκές στο έδαφος όπου ο μπάτσος είχε χύσει αυτό που έπινε, και ίχνη από λάστιχα στα χαλίκια. Έκανε αντήλιο με το χέρι της, κοίταξε ολόγυρα, δεν είδε πουθενά το αυτοκίνητο. Η ανακούφιση που ένιωσε τη σό- καρε. Δεν είχε συνειδητοποιήσει ως τώρα πόσο την είχε αγχώσει η παρουσία του περιπολικού. Δεν είχε σημασία. Ξεκίνα, πήγαινε στην πόλη που είπε η γυναίκα, βρες κάπου να διανυκτερεύσετε. Η Όντρα πήγε προς την πίσω πόρτα του αυτοκινήτου, από την πλευρά της Λουίζ, και την άνοιξε. Κάθισε ανακούρκουδα, έδωσε ένα μπουκάλι νερό στον Σον κι ύστερα τράνταξε απαλά την κόρη της. Η Λουίζ αναστέναξε και τα πόδια της τινάχτηκαν. «Ξύπνα, αγάπη μου». Η Λουίζ έτριψε τα μάτια της και κοίταξε τη μητέρα της ανοιγοκλείνοντάς τα. «Τι;» Η Όντρα ξεβίδωσε το καπάκι και έφερε το μπουκάλι στα χείλια της μικρής. «Δεν θέλω» είπε η Λουίζ, κλαψουρίζοντας. Η Όντρα πίεσε το μπουκάλι στο στόμα της κόρης της. «Δεν θέλεις, αλλά θα πιεις». Έγειρε το μπουκάλι και νερό κύλησε ανάμεσα στα χείλια της Λουίζ. Εκείνη άφησε τον Γκόγκο, πήρε το μπουκάλι από το χέρι της Όντρα και ήπιε μερικές απανωτές γουλιές. «Είδες;» είπε η Όντρα. Κοίταξε τον Σον. «Πιες κι εσύ». Ο Σον υπάκουσε και η Όντρα κάθισε στη θέση του οδηγού. Έκανε όπισθεν και απομακρύνθηκε από το μαγαζί, έστριψε, πέρασε ξανά από τη σχάρα παρεμπόδισης διέλευσης βοοειδών και βγήκε στον δρόμο. Δεν είχε άλλα αυτοκίνητα, δεν χρειαζόταν να περιμένει στη διασταύρωση. Η μηχανή του αυτοκινήτου μού- γκριζε, καθώς το παντοπωλείο μίκραινε ολοένα στο καθρεφτάκι. Τα παιδιά ήταν ήσυχα, ακούγονταν μόνο όταν κατάπιναν και

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=