Βραδιές Μπαλέτου

ΒΡΑΔΙΕΣ ΜΠΑΛΕΤΟΥ 19 θύσια, τέτοια πράγματα… Πάει η άσκηση, πάει η γυμναστι­ κή, η δίαιτα. Είχα την εντύπωση πως είσαι πιο φιλόδοξη… Τι θέλει αυτός; Και, κυρίως, τι θέλεις εσύ, που κάθεσαι κρυμμένη τόσον καιρό εδώ μέσα και κλώθεις, αντί να τα στείλεις όλα στον διάολο – κι αυτόν πρώτο και καλύτερο;» «Είσαι χαζός αν νομίζεις…» άρχισε να λέει η Κάτια με χαμόγελο περιφρονητικό. «Το μυαλό σας όλων μόνο ίσαμ’ εκεί πάει… Κι εσύ που μου κάνεις τον φίλο, εντάξει; Θα ’πρεπε να ξέρεις πως δεν θα ’φτανα ποτέ εκεί… και για λεφτά μάλιστα!» «Φως μου» αποκρίθηκε εκείνος «σηκώνεις από το στήθος μου έναν βράχο. Τι να σκεφτώ κι εγώ; Πως αυτό το ζόμπι, αυτός ο εξωγήινος, ο κουασιμόδος, θέλει ν’ αναλάβει τα έξοδά σου επειδή θαυμάζει τις πιρουέτες σου; Δεν καταλα­ βαίνω γιατί δεν το ξεκόβεις και τον αφήνεις κι έρχεται σ’ εμένα – εσύ του είπες πού. Τη βρίσκεις δηλαδή. Σ’ αρέσει το κυνηγητό και το κρυφτό, έτσι; Ή μήπως δεν είναι αυτό το “υψηλά ιστάμενο πρόσωπο” που κρύβεται πίσω από την ιστορία της Πέτκοβα;» «Δεν είναι ζόμπι, εντάξει; Μην τον λες κουασιμόδο» είπε η Κάτια και ανακάθισε, αποφασισμένη, όπως φαίνεται, να βάλει τέλος στη συζήτηση, γιατί δεν ξαναμίλησε άλλο όσο ο Καλλίτσης έμεινε κοντά της το βράδυ εκείνο. Έπειτα από μισή ώρα βουβής τηλεόρασης και μουγγαμάρας, σηκώθηκε και έφυγε.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=