Οι βατσιμάνηδες της Μασσαλίας

[ 22 ] – Σίγουρα πράγµατα. Oι γυναίκες που µας αρέσουν, ε, είναι ανα­ γκαστικά όµορφες. Αν δεν ήταν, δεν θα κοιµόµασταν µαζί τους, έτσι δεν είναι; Η Σεφέ, να, θα σ’ το πω, υπάρχουν εκατοµµύρια πιο όµορφες, το ξέρω. Συνάντησα µιλούνια από αυτές σ’όλα τα λιµάνια του κόσµου… Όµως αυτή… κείνο που ’χε µες στα µάτια ήταν µο­ ναχά για µένα. Αυτό είναι η αγάπη. Κι αυτό το κατάλαβα όταν µου ’χε ανοίξει την πόρτα εκείνη εκεί την ηµέρα. Πού ξέρεις, µπορεί και να θυµόταν πως την κρατούσα στην αγκαλιά µου όταν γεννήθηκε. Τα χέρια µου στο κωλαράκι της… O Αµπντούλ ήταν µισοµεθυσµένος. O Διαµαντής χαµένος µες στις σκέψεις του. Oι αναµνήσεις ξεπρόβαλλαν στη µνήµη του σαν σε νερά που ’χαν από καιρό βαλτώσει. Πράγµα που σήµαινε πως η µυρωδιά δεν ήταν πάντα η καλύτερη. Θα ’θελε να τα αποδιώξει όλα τούτα απ’ το κεφάλι του. Ήξερε πως πίσω απ’ τη Μελίνα κρυβόταν το πρόσωπο µιας άλλης γυναίκας. Μια κοπελίτσα δεκαοχτώ χρο­ νών που ’χε αγαπήσει τρελά, κι είχε αφήσει δίχως ένα αντίο. Την είχε εγκαταλείψει. Ήταν πριν από είκοσι χρόνια. Στη Μασσαλία. Ποτέ δεν ξαναπρο­ σπάθησε να τη δει στα αµέτρητα πηγαινέλα του, ούτε καν να µάθει τι είχε απογίνει. Oύτε καν από τότε που κόλλησαν εδώ. Του έλειπε απελπιστικά εκείνη τη στιγµή. Αµινά. Το πρόσωπό της κυριαρχούσε τώραστο χώρο. Πολύ αργάπια για ν’αποδιώξει αυτή την ιδέα. Ήξερε λοιπόν σε τι θα αφιέρωνε αποδώ και µπρος τον καιρό του. Στην ανα­ κάλυψή της. Σαν να ’δινε επιτέλους στη ζωή του ένα ρυθµό. – Παίρνουµε άλλο ένα; ρώτησε ο Αµπντούλ δείχνοντας το άδειο µπουκάλι. O Διαµαντής δεν ήθελε πολλά παρακάλια. Το κρασί είναι για να θυµάται κανείς, όχι για να ξεχνά.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=