Ο βασιλιάς της Αβάνας

[ 17 ] «Μια πουτάνα είσαι, αυτό είσαι! Κι εσύ ένας µαλάκας, ένας ψωλοπαίχτης! Πάρε τα χέρια σου αποπάνω µου. Άσε µε, σκα­ τοµαλάκα». «Μην µε προσβάλλεις άλλο, γαµώτο, µην µε προσβάλλεις άλλο!» ΟΝέλσον είναι εκτός εαυτού, έξωφρενών. Είναι έναςάντρας δεκατεσσάρων χρονών και τον πονάει αυτή η ταπείνωση. Κι αποπάνω τα κοροϊδευτικά γελάκια της γειτονοπούλας, που τώρα προκαλεί ακόµα περισσότερο: «Άντε, καηµένε ψωλοπαίχτη µου. Θα τρελαθείς µε τόση µαλακία! Βρες µια γυναίκα να ξεθυµάνεις». Και κάνει στροφή και µπαίνει στοσπίτι της, χαλαρή και κου­ νώντας τον κώλο της δεξιά αριστερά. Μέσα σε όλο το σαµατά, η κοροϊδία της πουτανίτσας τον πληγώνει ακόµαπερισσότερο. ∆ίνει µια δυνατή σπρωξιά στη µάνα του και την πετάει µε την πλάτη πάνω στο κοτέτσι. Ένα κοµµάτι από µια σιδερόβεργα που εξέχει σε µια γωνιά του κλουβιού τής καρφώνεται από το σβέρκοως τον εγκέφαλο. Η γυναίκα δεν βγάζει ούτε µια κραυ­ γή. Ανοίγει µε τρόµο τα µάτια της, φέρνει τα χέρια της στο σηµείοόπου χώθηκε τοσίδερο. Και πεθαίνει τροµοκρατηµένη. Σε δευτερόλεπτα δηµιουργείται µια λίµνη από πηχτό αίµα και από άλλα υγρά που τρέχουν. Πεθαίνει µε τα µάτια ανοιχτά, µε τη φρίκη στο πρόσωπό της. Ο Νέλσον το βλέπει και µεµιάς το µίσος που νιώθει για τη µάνα του εξαφανίζεται. Τον κυριεύει ο πόνος και ο πανικός:

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=