Το αστέρι του διαβόλου

[ 16 ] «Καλώς» πρόσθεσε άχρωμα οΆντερς σκύβοντας πάνω από την κατσαρόλα. «Τι έκανες; Είσαι μούσκεμα στον ιδρώτα». «Δεν πήγα καθόλου στο γυμναστήριοσήμερα, γι’αυτό έκαναμια κούρσα με το ποδήλατο ως το Σόγκνσβαν και πίσω. Τι είναι αυτά μέσα στο νερό;» «Δεν ξέρω» απάντησε η Βίμπεκε. «Κι εγώ μόλις τώρα τα είδα». «Δεν ξέρεις; Εσύ δεν έλεγες ότι είχες δουλέψει μαγείρισσα μια φορά κι έναν καιρό;» Με μιασβέλτηκίνησηοΆντερς τσίμπησε έναν από τους σβόλους με τον δείκτη και τον αντίχειρά του και δοκίμασε με την άκρη της γλώσσας. ΗΒίμπεκε χάζευε αφηρημένα τοπίσωμέρος του κεφαλιού του. Τα αραιά καστανά μαλλιά του, που τόσο πολύ της είχαν αρέσει κάποτε. Πάντα καλοχτενισμένα και στο σωστό μήκος. Και με χωρί­ στρα στο πλάι. Φαινόταν τόσο καλοστεκούμενος. Ένας άντρας με μέλλον. Αρκετό για δύο. «Τι γεύση έχει;» τον ρώτησε. «Καμία» αποκρίθηκε οΆντερς σκυμμένος ακόμη πάνω από την κατσαρόλα. «Βρασμένο αυγό». «Αυγό; Μα αφού την έπλυνα την…» Η Βίμπεκε σώπασε απότομα. ΟΆντερς στράφηκε και την κοίταξε. «Τι συμβαίνει;» «Κάτι…στάζει». Έδειξε προς το κεφάλι του. ΟΆντερς έσμιξε τα φρύδια και άγγιξε την κορυφή του κεφαλιού του. Κι ύστερα, με μια κίνηση, τεντώθηκαν και οι δύο προς τα πίσω και κοίταξαν το ταβάνι. Από τα βαμμένα λευκά σανίδια κρέμονταν δύο χοντρές σταγόνες. ΗΒίμπεκε, που είχε ελαφρώς μυωπία, δεν θα τις είχε διακρίνει αν ήταν διάφανες. Όμως δεν ήταν.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=