Αρχαία Ελληνικά (Γ' Λυκείου - Ομάδα Προσανατολισμού Ανθρωπιστικών Σπουδών)

ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ Η ΑΝΤΊΛΗΨΗ ΓΙΑ ΤΗ ΦΙΛΟΣΟΦΊΑ: […] ΤΟΥ ΑΝΘΡΏΠΟΥ 70 AΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ | Γ΄ ΛΥΚΕΙΟΥ 1η στέκομαι, αντίσταση, αποκαθιστώ, αποκατάσταση, απόσταση, αποστάτης, αποστασιοποίηση, διάστημα, ενίσταμαι, ένσταση, εξανίσταμαι, εξίσταμαι, εκστατικός, επαναστατώ, επανάσταση, επιστάτης, κατάστημα, κατάσταση, εγκατάσταση, ακατάστατος, παριστάνω, παράσταση, αναπα- ράσταση, παραστάτης, παραστατικός, παράστημα, περίσταση, περιστατικό, προΐσταμαι, προϊ- στάμενος, προστάτης, προστασία, συνιστώ, σύσταση, ανασύσταση, σύστημα, συστηματικός, ασύστατος, νεοσύστατος, συμπαραστέκομαι, συμπαράσταση, υφίσταμαι, υφιστάμενος, υπό- σταση, υποκαθιστώ, υποκατάσταση, ανυπόστατος, ασταθής, άστατος, αστάθμητος, ευσταθής, ευστάθεια, ναύσταθμος, σταδιοδρομώ, θερμοστάτης, ορθοστάτης, ορθοστασία, πρωτοστατώ, πρωτοστάτης, χοροστατώ. ἐδίωκον (διώκω): ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: αβέβαιης ετυμολογίας, πιθανόν να σχετίζεται με το ποιητικό ρή- μα δίεμαι (= σπεύδω, φεύγω // φοβάμαι). ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: διωγμός, δίωξη, διώκτης, διώκτρια, εκδίωξη, καταδίωξη, διωκτικός, διώξιμο. ΣΥΝΩΝΥΜΑ: ἀπελαύνω, ἐκβάλλω, ἐξωθῶ . ΑΝΤΩΝΥΜΑ: φεύγω . χρήσεως, χρείαν < ρίζα χρη- (χρήομαι -ῶμαι): ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: χρήση, χρήμα, χρηματικός, χρηματι- στήριο, χρησιμεύω, χρήσιμος, χρηστός, χρωστώ (χρεωστώ), χρέος, χρεώστης, χρεία, χρεόγρα- φο, χρησιμοθηρία, χρησιμοποιώ, άχρηστος, δύσχρηστος, εύχρηστος, κατάχρηση, καταχρηστι- κός, καταχρώμαι, κοινόχρηστος, πολύχρηστος. μαρτυρεῖ < μάρτυς: ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: μαρτυρώ, μάρτυρας, μαρτυρία, μαρτύριο, μαρτυρικός, επιμαρ- τυρία, καταμαρτυρώ, ψευδομάρτυρας, ψευδομαρτυρία. ΣΥΝΩΝΥΜΑ: βεβαιῶ, ὁμολογῶ . συμβεβηκός (συμβαίνω): ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: σὺν + βαίνω (= πορεύομαι). ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: βατός άβατος, αδιάβατος, δύσβατος, αναβάτης, διαβάτης, επιβάτης, βάση, βήμα, βάθρο, βατήρας, βακτηρία, βαθμός, βαθμίδα, βέβαιος, βωμολοχία. σχεδὸν < ἔχω: ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: εχέφρων, εχέμυθος, εχεμύθεια, εχέγγυο, έξη, εξής, καχεξία, ευεξία, ανακωχή, αποχή, δικαιούχος, διπλωματούχος, ένοχος, εξοχή, εποχή, εσοχή, ηνίοχος, κατοχή, κατοχικός, κληρούχος, κληρουχία, μέτοχος, οχυρός, παροχή, πάροχος, συνοχή, καχεκτικός, μειονεξία, περιεκτικός, περιοχή, πλεονεξία, προνομιούχος, ραβδούχος, σκηπτούχος, συνταξι- ούχος, σχέση, σχετικός, άσχετος, σχήμα, σχολείο. ἀναγκαίων (ἀναγκαῖος) < ἀνάγκη: αβέβαιης ετυμολογίας· ίσως από το επιτατικό ἀ- + ἄγχω (ρίζα ἀγκ-). ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: ανάγκη, (εξ)αναγκάζω, αναγκαίος, αναγκαιότητα, αναγκαστικός, εξαναγκα- σμός. ῥᾳστώνην < ῥᾴδιος < ῥᾷ (ποιητ. τύπος) + ἵδιος < ῥαΐδιος < ῥᾴδιος (ιων. ῥηίδιος): ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: ραδιουργώ, ραδιουργία, ραδιούργος, ράθυμος, ραθυμία. διαγωγὴν < διὰ + ἀγωγή (< ἄγω): ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: από ρίζα ἀγ-. ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: άγω, αγωγή, αγωγός, αγώγι, αγωγιμότητα, αγέλη, άγημα, άμαξα, άξονας, άξιος, ανάγω, ανάγωγος, απαγωγή, δια- γωγή, εισάγω, εξαγωγέας, επαγωγή, κατάγομαι, καταγώγι, μεταγωγή, παράγω, παρείσακτος, προαγωγή, προσάγω, συνάγω, σύναξη, υπάγομαι, δημαγωγός, μυσταγωγία, νηπιαγωγός, παι- δαγωγός, πετρελαιαγωγός, υδραγωγείο, φρουτοπαραγωγός, φωταγωγός, χαλιναγωγώ, ψυχα- γωγώ, λοχαγός, ξεναγός, αρχηγός, κυνηγός, οδηγός, οχλαγωγία, στρατηγός, χορηγός. ζητεῖσθαι, ζητοῦμεν < ζητέω -ῶ: ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: ζήτημα, ζήτηση, ζητιανεύω, ζητιάνος, αζήτητος, αναζητώ, εκζήτηση, εξεζητημένος, επιζητώ, καταζητώ, καταζητούμενος, περιζήτητος, συζήτηση, συζητώ, συζητήσιμος. ΣΥΝΩΝΥΜΑ: αἰτῶ, δοκιμάζω, ἐξετάζω, ἐρευνῶ . ἀλλ’ (ἀλλά) < ἄλλος: ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: άλλος, αλλοίωση, αλλότριος, αλλοτρίωση, αλλαγή, άλλαγμα, αλλαξιά, αλλαξοπιστία, απαλλαγή, εναλλαγή, μισαλλόδοξος, παραλλαγή, συναλλαγή, συ- νάλλαγμα, συνδιαλλαγή, διαλλακτικός, αδιάλλακτος. φρόνησις < φρονέω -ῶ < φρήν (αβέβαιης ετυμολογίας): ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: φρονώ, φρόνημα, φρό-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=