Αρχαία Ελληνικά (Γ' Λυκείου - Ομάδα Προσανατολισμού Ανθρωπιστικών Σπουδών)

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ΓΙΑΤΙ ΦΙΛΟΣΟΦΕΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ; AΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ | Γ΄ ΛΥΚΕΙΟΥ 69 1η παντὸς < πᾶς: ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: πάντα, παντού, παντοτινός, πασιφανής, πασίγνωστος, πάνοπλος, πα- ντογνώστης, παντοκράτορας. γενέσεως < γίγνομαι: ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: θέματα του γίγνομαι: γεν-, γν- (με αποκοπή του ε), γον- (με μετάπτωση του ε σε ο), γενη- (από τη ρίζα γεν- με το πρόσφυμα ε, που εκτείνεται σε η). Προσο- χή: γένεσις < γίγνομαι, ενώ γέννησις < γεννάω -ῶ. ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: γίνομαι, γενέθλια (τα), γενεά, γενέτειρα, γενικός, γέννα, γεννάω, γέννηση, γενναίος, γενναιότητα, γένος, γνήσιος, γονέας / γονιός, γονίδιο, γόνιμος, γόνος, γυναίκα, αγενής, αγέννητος, άγονος, απόγονος, εγγονός, με- ταγενέστερος, πρόγονος, συγγενής, υπογεννητικότητα, γενάρχης, γονιμοποιώ, γηγενής, εξω- γενής, ευγενής, ζωογόνος, ιθαγενής, νεογνό, οικογένεια, ομογενής, πρωτογενής, πρωτόγονος, ρυπογόνος, υστερογενής. οἵεται (οἵομαι): ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: οίηση, οιηματίας. ΣΥΝΩΝΥΜΑ: νομίζω, ἡγοῦμαι, ὑπολαμβάνω, δοκῶ, δοξάζω, κρίνω, φρονῶ . ἀγνοεῖν, ἄγνοιαν: ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: παρασύνθετο, προϋποτίθεται τύπος ἄγνοος (= ἀγνώς) > ἀ- (στε- ρητικό) + γνο- (γι-γνώ-σκω) + -jω. ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: γνώση, γνωστός, γνώστης, άγνωστος, γνώ- μη, γνωμικός, γνώριμος, γνωριμία. ΣΥΝΩΝΥΜΑ: ἀπορῶ . ΑΝΤΩΝΥΜΑ: γιγνώσκω, οἶδα, ἐπίσταμαι, ἐννοῶ, αἰσθάνομαι, μανθάνω . ἐστιν, ὤν, οὖσαν (εἰμί): ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: εσθλός, έτυμον, ον, όντως, οντότητα, ουσία, εξουσιαστικός, ετυμολογία, οντολογία, οντολογικός, ουσιαστικός, ουσιώδης, παρόν, παροντικός, παρουσία, παρουσιαστικό. σύγκειται (σύγκειμαι) < σὺν + κεῖμαι (ρίζα κει- και με μετάπτωση κοι-, κω- και κυ-): ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: κείμενο, κειμενικός, κειμήλιο, κείτομαι, κοίτη, κοιτίδα, κοίτασμα, κοιτώνας, κώμη, κωμόπολη, κωμικός, κώμα, κωματώδης, Κύμη, αντίκειμαι, αντικείμενο, αντικειμενικός, αντικειμενικότητα, διάκειμαι, έγκειται, επίκειται, κατάκοιτος, παρακείμενος, πρόκειται, πρόσκειμαι, υποκείμενο, υποκειμενικός, υποκειμενικότητα. φεύγειν (φεύγω) < θέματα: ισχυρό φευγ- και ασθενές φυγ-: ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: φευγάλα, φευγα- λέος, φευγάτος, φευγιό, φυγή, φυγάς, φυγαδεύω, φυγάδευση, φυγοδικία, φυγόδικος, φυ- γόκεντρος, φυγομαχώ, φυγόποινος, φυγόπονος, φυγόστρατος, αναπόφευκτος, αποφεύγω, αποφυγή, διαφεύγω, διαφυγή, καταφεύγω, καταφυγή, καταφύγιο, ξεφεύγω, προσφεύγω, προσφυγή, πρόσφυγας, προσφυγιά, υπεκφυγή, κρησφύγετο. ΣΥΝΩΝΥΜΑ: ἀπέρχομαι, ἀποδι- δράσκω . ΑΝΤΩΝΥΜΑ (με τη σημασία που έχει το ρήμα στο κείμενο): διώκω . εἰδέναι (οἶδα): ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: από το ισχυρό θέμα Fειδ- ο άχρηστος ΕΝΣ: *εἴδω (= βλέπω), η υπο- τακτική: εἰδῶ, η ευκτική εἰδείην, το απαρέμφατο εἰδέναι, η μετοχή εἰδώς, ο ΜΕΛ: εἴσομαι και εἰδήσω· από το ίδιο θέμα με μετάπτωση ο ΕΝΣ στην οριστική: Fειδ- > Fοιδ- > οἰδ-, οἶδα· ο ΠΡΤ με αύξηση: ἠFείδειν > ἠείδειν > ᾔδειν· από το ασθενές θέμα Fιδ- οι τύποι της οριστικής στον ΕΝΣ: ἴσμεν, ἴστε, ἴσασι και της προστακτικής: ἴσθι, ἴστω, ἴστε, ἴστων. Πολλά παράγωγα δασύνονται γιατί σε αρκετές λέξεις το F του θέματος τράπηκε σε δασεία: ἱστορία, ἵστωρ. ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: είδη- ση, ειδήμων, ιστορία, ιστορικός, ανίδεος, είδος, ειδικός, ειδύλλιο, ανθρωποειδής. ΣΥΝΩΝΥΜΑ: αἰσθάνομαι, γιγνώσκω, γνωρίζω, ἐπαΐω, ἐπίσταμαι, μανθάνω . ΑΝΤΩΝΥΜΑ: ἀγνοῶ . ἐπίστασθαι, ἐπιστημῶν (ἐπίσταμαι) < ἐπὶ + ἵσταμαι (αντί ἐφίσταμαι, επειδή το ρήμα έπαιρνε ψιλή στην ιωνική διάλεκτο όταν έγινε η σύνθεση) ή ἐπὶ + στα- + -μαι: θέματα: α) ισχυρό ἐπιστη-, β) ασθενές ἐπιστα-. ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: επιστήμονας, επιστήμη, επιστημονικός, επιστημοσύνη, πανεπι- στήμιο, πανεπιστημιακός. Και μερικά ομόρριζα του ἵστημι: στήνω, σταματώ, στέκομαι, στηρί- ζω, στασιάζω, στηλιτεύω, στάδιο, στάθμη, σταθμός, σταθμεύω, στάμνα, σταθερός, στάσιμος, στατικός, στητός, στάση, στασίδι, σταυρός, στήθος, στήλη, στήμονας, στήριγμα, στοά, ιστός, ιστίο, ανάσταση, ανάστημα, αναστατώνω, αντικαθιστώ, αντικατάσταση, αναντικατάστατος, αντι-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=