Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα

Το τρένο ετοιμάζεται να ξεκινήσει. Η Ελένη στέκεται στο παράθυρο και κοιτάζει έξω. Δηλαδή πρέπει να στέκεται και να κοιτάζει. Πρώτη φορά ταξιδεύει βαγκόν-λι. Φορεί ένα ροζ νυχτικό με δαντέλες. Το αγόρασε στις εκπτώσεις στο σούπερ μάρκετ. Τα δικά της ξεθώριασαν πλύνε βάλε, στο αυτόματο πλυντήριο της γειτονιάς. Δεν μπορείς να ταξιδεύεις βαγκόν-λι με ξεθωριασμένο νυχτικό! Δίπλα της όρθιος ο Ευγένιος. Τις πιτζάμες του τις δανείστηκε από τον Μάνο, που είναι διπλός απ’ αυτόν. Το παντελόνι τού το μάζεψε πίσω η Ελένη με μια παραμάνα, το σακάκι όμως πλέει αξιοθρήνητα πάνω του. – Μην έχεις τόσο ταλαιπωρημένο ύφος, συμβουλεύει η Ελένη. Τρομαγμένος πρέπει να είσαι. Κάτι συμβαίνει έξω στην πλατφόρμα και προσπαθείς να μαντέψεις. Ο Ευγένιος νευριάζει: – Άσε τη σκηνοθεσία. Κοίτα καλύτερα τον εαυτό σου, μ’ αυτό το μπομπονί νυχτικό! Έξω από το παράθυρο του τρένου στέκει ένας άντρας

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=