Άπαιχτοι Ντετέκτιβ: Υπόθεση παραλίες πλάκες και (παλαβές) πριγκίπισσες

14 Ήταν η μαμά της. Η μαμά της, που ήρθε να σώσει τα κου- ταβάκια της. Τη μυρωδιά της θα την αναγνώριζε ανάμεσα σε χιλιάδες, σε εκατομμύρια άλλες μυρωδιές. Βάζοντας όλη τη δύναμη που κρατούσε στην ψυχούλα και στα πνευμόνια της, άρχισε να γαβγίζει για να την ειδο- ποιήσει. Ένα γνώριμο κι επίσης αγαπημένο γάβγισμα απάντησε. Ύστερα ακούστηκαν συρσίματα και τα γαβγίσματα έγιναν άγρια, δυνατά. Η μαμά χιμούσε στον ξένο άντρα που της έκλεβε τα παι- διά, ορμούσε πάνω του να τα σώσει. Η μαμά! Θα μας σώσει η μαμά! σκεφτόταν η Ξύπνια και πανηγύριζε. Έφτασε την κρίσιμη ώρα! Έτσι πίστευε, μέχρι που άκουσε έναν δυνατό κρότο. Κι ύστερα έναν γδούπο. Και, τέλος, αργόσυρτα, πονεμένα γα- βγίσματα που έσβηναν σιγά σιγά. Ο άντρας γέλασε τρανταχτά κι ύστερα τακτοποίησε ξανά το σακί στον ώμο του και συνέχισε το περπάτημά του μέσα στη σιωπή. Κάποιος να μας σώσει! Κάποιος να βρεθεί να μας σώσει! σκεφτόταν η Ξύπνια με τρελή αγωνία και προσευχόταν στον Θεό των σκυλιών και όλων των αθώων πλασμάτων της γης.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=