Άνθρωπος για όλες τις δουλειές: Factotum

14 3 Μια μέρα βγήκα στον δρόμο ως συνήθως και άρχισα να βολ- τάρω. Ένιωθα χαρούμενος και χαλαρός. Ο ήλιος ήταν ακριβώς όπως έπρεπε. Γλυκός. Υπήρχε ηρεμία παντού. Καθώς πλησία­ ζα στο κέντρο του τετραγώνου, είδα έναν άντρα να στέκεται στην είσοδο ενός μαγαζιού. Τον προσπέρασα. «Έι, ΦΙΛΑΡΑΚΙ!» Σταμάτησα και γύρισα. «Θες δουλειά;» Πήγα προς το μέρος του. Πίσω απ’ τον ώμο του μπορούσα να διακρίνω ένα μεγάλο σκοτεινό δωμάτιο. Υπήρχε ένα μακρύ τραπέζι με άντρες και γυναίκες που στέκονταν στις δύο πλευ- ρές του. Κρατούσαν σφυριά με τα οποία κοπάναγαν πράγμα- τα μπροστά τους. Στο μισοσκόταδο τα πράγματα έδειχναν σαν μύδια. Μύριζαν σαν μύδια. Γύρισα και συνέχισα να περπατάω στον δρόμο. Θυμήθηκα τον τρόπο που ο πατέρας μου επέστρεφε στο σπίτι κάθε βράδυ και μίλαγε με τη μητέρα μου για τη δου- λειά του. Η κουβέντα για τη δουλειά ξεκίναγε με το που περνούσε την πόρτα, συνεχιζόταν πάνω από το τραπέζι με το φαΐ και κατέληγε στην κρεβατοκάμαρα, όπου ο πατέρας μου θα φώναζε «Τέρμα το φως!» στις οχτώ το βράδυ, ώστε να ξεκουραστεί και να έχει δυνάμεις για τη δουλειά της

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=