Άνθρωπος για όλες τις δουλειές: Factotum

11 1 Έφτασα στη Νέα Ορλεάνη μέσα σε βροχή, στις πέντε το πρωί. Κάθισα λίγο στον σταθμό των λεωφορείων, αλλά οι άνθρωποι με έκαναν να νιώσω θλίψη, και έτσι πήρα τη βαλίτσα μου και βγήκα στη βροχή, αρχίζοντας να περπατάω. Δεν ήξερα πού βρίσκονταν τα σπίτια με τα δωμάτια, πού ήταν η περιοχή των φτωχών. Είχα μια χαρτονένια βαλίτσα που διαλυόταν. Κάποτε ήταν μαύρη, αλλά η επίστρωση είχε ξεφλουδίσει, αποκαλύπτοντας το κίτρινο χαρτόνι αποκάτω. Προσπάθησα να λύσω το πρόβλη- μα, βάφοντας το εκτεθειμένο χαρτόνι με λούστρο για παπού- τσια. Καθώς περπατούσα στη βροχή, το λούστρο άρχισε να τρέχει απ’ τη βαλίτσα κι εγώ έβαψα σαν ανόητος το παντελόνι μου με μαύρες μουτζούρες, καθώς άλλαζα τη βαλίτσα από χέρι σε χέρι. Ε, λοιπόν, καινούργια πόλη αυτή. Ίσως και να άνοιγε η τύχη μου. Η βροχή σταμάτησε και βγήκε ο ήλιος. Βρισκόμουν στην περιοχή των μαύρων. Περπάτησα αργά κατά μήκος της. «Έι, φτωχό λευκό σκουπίδι!» Άφησα κάτω τη βαλίτσα μου. Μια ανοιχτόχρωμη μαύρη καθόταν στα σκαλιά της βεράντας κουνώντας τα πόδια της. Έδειχνε μια χαρά.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=