Άνω κάτω

1 Η θεία Αδριανή κι ο άντρας της ο Παντελής ήταν η ψυχή της οικογένειας. Όλοι σ’ αυτούς αναφέρονταν. Είτε για να δώσουν βάση στα επιχειρήματά τους είτε για να γε- λάσουν με τα καμώματά τους. Η θεία Αδριανή ήταν ένας αλέγρος άνθρωπος, με έγνοια για τους γύρω της και με ένα σπίτι ανοιχτό – «Εφημερεύομε διαρκώς» συνήθιζε να λέει. Ο θείος Παντελής ήταν ένας χαρακτήρας δύσκολος και τζα- ναμπέτης, με μυαλό ανήσυχο και με καρδιά αγκινάρα. Η Ερμιόνη τους καμάρωνε, γιατί στα ογδόντα πέρα τους είχαν τη σπιρτάδα που χαρίζει στους ανθρώπους το κέφι της ζωής. Οι δυο τους έσμιξαν, λες, για να τσακώνονται. Περιβόλι ήταν να τους ακούς – η κουβέντα τους δεν πήγαι- νε ποτέ ευθεία, διάλεγαν πάντα μια πορεία στριφογυριστή. «Ξημέρωσε;» ρωτούσε, σαν να λέμε, η θεια-Αδριανή. «Για να μην είναι βράδυ, θα ’ν’ πρωί» απαντούσε περιφραστικά ο Παντελής. Και, κατά έναν περίεργο τρόπο, αυτό το λοξο- δρόμισμα, αυτές τις περιττές κουβέντες, αυτό το πείραγμα

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=