Άννα

9 Ήταν τριών, μπορεί και τεσσάρων χρόνων . Καθόταν σε μια μικρή πολυθρόνα από δερματίνη, με το πιγούνι του ζουληγ­ μένο πάνω στο κοντομάνικο πράσινο μπλουζάκι του. Το ρεβέρ του τζιν του έπεφτε πάνω στα αθλητικά του παπούτσια. Στο ένα χέρι κρατούσε ένα ξύλινο τρενάκι που κρεμόταν ανάμεσα στα πόδια του σαν κομποσκοίνι. Στην άλλη μεριά του δωματίου, η γυναίκα που βρισκόταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι θα πρέπει να ήταν γύρω στα τριάντα με σαράντα. Το μπράτσο της, γεμάτο κόκκινες κηλίδες και σκουρόχρωμες πέτσες, ήταν συνδεδεμένο με έναν άδειο ορό. Ο ιός την είχε μετατρέψει σε έναν ασθμαίνοντα σκελετό, κα­ λυμμένο από ξεραμένο δέρμα γεμάτο φλύκταινες, που δεν είχε καταφέρει ωστόσο να κλέψει την ομορφιά της, αυτή την ομορφιά που ξεπρόβαλλε μέσα από το σχήμα των ζυγωματι­ κών της και τη γαλλική της μύτη. Το αγόρι ανασήκωσε το κεφάλι και την κοίταξε, γραπώθη­ κε από το μπράτσο της πολυθρόνας, κατέβηκε και, με το τρενάκι στο χέρι, πλησίασε το κρεβάτι. Εκείνη δεν το κατάλαβε. Τα μάτια της, βαθουλωμένα σε δύο μπλάβες γούβες, ήταν καρφωμένα στο ταβάνι. Ο μικρός άρχισε να παίζει με το κουμπάκι της βρόμικης μαξιλαροθήκης. Τα ξανθά μαλλιά κάλυπταν το μέτωπό του

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=