Αλλάζει πουκάμισο το φίδι

34 ΚΩΣΤΑΣ ΑΚΡΙΒΟΣ «Χαλάρωσε, ηρέμησε... Δεν είναι αλήθεια αυτά που λέω; Γιατί, εσύ πιστεύεις πως έχουν αλλιώς τα πράγματα; Ή σε πείραξε που είπα ότι οι Έλληνες είναι χωρίς παιδεία και αγά- πη για τον τόπο τους; Έχεις μήπως κανένα αντίθετο παρά- δειγμα;» Τον άφησα να ρητορεύει και έφυγα. Για τρεις και βάλε ώρες ξεράθηκα σ’ έναν ύπνο βαρίδι. Δυο καφέδες μετά, και πάλι δεν μπορούσα να ανοίξω το μάτι. Την επομένη εγώ ήμουν εκείνος που τηλεφώνησε μες στ’ άγρια μεσάνυχτα: «Βάζω στοίχημα!» Η σιωπή του με ιντριγκάρισε ακόμα περισσότερο. «Ρε συ σκερβελέ, αυτός ο τόπος έχει περάσει και χειρότε- ρα (χικ)… Δεν λέω, θα σπάσουμε τα μούτρα μας, θα φτωχύ- νουμε, θα μας ζορίσουν άγρια οι ξένοι, αλλά στο τέλος θα τα καταφέρουμε.Δεν θα χαθούμε! Να το ξέρεις αυτό (χικ)…» Μου ’πε να πιω έναν σκέτο καφέ και να πέσω για ύπνο. «Και κοίταξε» συνέχισα «όχι έναν, όχι δέκα... χίλιους και δέκα χιλιάδες μπορώ να σου βρω που είναι σωστοί Έλληνες (χικ)... Που δεν ντρέπονται που γεννήθηκαν εδώ (χικ)... Δεν το βάζουν κάτω και θα... (χικ, χικ)... θα φτιάξουν μια καλύτε- ρη Ελλάδα!» «Πιες λίγο νερό γουλιά γουλιά να σου φύγει ο λόξιγκας και πήγαινε να ξαπλώσεις.Τα λέμε αύριο». Εγώ,σχεδόν ουρλιάζοντας: «Βάζεις στοίχημα; Λέγε, τι στοί…(χικ)…χημα βάζεις;»

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=