Αδέλφια

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΥΜΠΑΡΔΗΣ 24 συντοπίτες μας κι ετοιμαζόμαστε για το μετά, καθώς δεν θα μας έβλεπε κανείς όταν θα μπαίναμε στο σπίτι. Ακούγαμε που τον ρωτούσε «πού ήσουνα;» ξανά και ξανά, ακούγαμε και τα απανωτά χτυπήματα της λουρίδας του, κι εκείνου απάντηση καμία. «Πες γιατί θα σε σκοτώ- σω» του έλεγε, «κέρατο» τον αποκαλούσε, κι από το στό- μα του Θανάση, εξόν οι ρυθμικοί βόγκοι του, τίποτα. Η μάνα μας τη μια έκρυβε με τα χέρια το πρόσωπο και την άλλη έκλεινε τ’ αυτιά της. Όχι μόνον εκείνη τη φορά, όλες τις φορές: να μην τη βλέπουν και να μην ακούει ήθε- λε, κι επειδή δεν είχε πού να κρυφτεί και περίπτωση να καταφύγει στην κρεβατοκάμαρά τους ή στο διπλανό δω- μάτιο –το δωμάτιο των παιδιών– δεν υπήρχε, κατέφευγε στο κλάμα. Όταν ο πατέρας μου απόκαμε, απαίτησε να στρωθεί τραπέζι και να καθίσουμε μαζί του. Η μάνα μου κι εγώ για ώρα πολλή κάναμε ότι τρώγαμε. Κι εκείνος το ίδιο. Μέχρις ότου, σαν να θυμήθηκε ξαφνικά κάτι, σηκώθηκε, παρασέρνοντας και την καρέκλα στη φυγή του, και ξανα- μπήκε στο δωμάτιο που ήταν ο Θανάσης. Τι του είπε, γιατί κάτι ειπώθηκε ψιθυριστά εκεί μέσα, δεν έμαθα, και εν πάση περιπτώσει για να πάει, όπως στη συνέχεια πήγε και κλείστηκε, στην κρεβατοκάμαρά τους, αναγκαστικά από το δικό μας διπλανό δωμάτιο θα περ- νούσε. ***

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=